- κελλαρικόν
- κελλαρικόν, τὸ (Α) [κελάριον]αποθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελλαρικά — κελλαρικόν store chamber neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρικά — κελλαρικά, τὰ (Α) [κελλαρικόν] κρασί που παραδιδόταν στην αποθήκη ενός γαιοκτήμονα … Dictionary of Greek
κελλαρικάριος — κελλαρικάριος, ὁ (Α) πάπ. ο κελλάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελλαρικόν + κατάλ άριος (< λατ. arius), πρβλ. δρουγγ άριος, κηρουλ άριος] … Dictionary of Greek